Ιστοριες

 Η καλύβα μας στο Λιβαδερό (Γεωργίου Παμπουκτσίδη)


Ήταν Παρασκευή 14 Ιανουαρίου του 2005 και είχα τελειώσει από νωρίς την δουλειά μου, έτσι αποφάσισα να φύγω για το βουνό. Πήρα τα πράγματα μου, το όπλο μου, τα σκυλιά του Γιάννη και έφυγα από την Δράμα με προορισμό την καλύβα μας στο Λιβαδερό.
Έφτασα στην καλύβα κατά της δύο το μεσημέρι, έδεσα τα σκυλιά στις φωλιές τους, άφησα τα πράγματα μου, άναψα την σόμπα και έφυγα να πάω να δω πατήματα, να κόψω δηλαδή.
Ta γουρούνια H καλύβα στο βουνό Μόλις απομακρύνθηκα περίπου 200 μέτρα από την καλύβα είδα τα πρώτα χνάρια σε μια λούτσα που υπάρχει πάνω στον τρακτερόδρομο. Ακολουθώντας τα πατήματα είδα ότι ερχόταν από το Πουρνάρι(ονομασία ενός βουνού) Τα γουρούνια ήρθαν στην λούτσα και έφυγαν πάλι από εκεί που ήρθαν. Τα ακολούθησα και παρακάτω στις καστανιές γινότανε χαμός από τα σκαλίσματα τους.
Κατάλαβα ότι ήταν μία μάνα με τα μικρά της. Γινότανε πραγματικός χαμός. Κοιτώντας τα σκαλίσματα και τα πατήματα τους έφτασα μέχρι το ρέμα που υπάρχει στο βάθος. Κατάλαβα ότι τα γουρούνια είναι στο πουρνάρι δεξιά μου, και άρχισα να ανεβαίνω το ρέμα. Μετά από περίπου 400 μέτρα είδα τα πατήματα τους τα οποία έκοβαν το ρέμα. Τα γουρούνια πράγματι ήρθαν από του Κανάρη τις καστανιές και έμπαιναν στο πουρνάρι. Στην άμμο που υπάρχει μέσα στο ρέμα κατάλαβα ότι ήταν μια γουρούνα με 4-5 μικρά. Έσβησα τα χνάρια και συνέχισα το κόψιμο.
Έκανα όλο τον κύκλο και δεν είδα τίποτα. Στο τέλος έφτασα στην καλύβα. Από μακριά κάπνιζε η σόμπα μας και σκέφτηκα ότι κάποιος θα είχε έρθει. Πράγματι ήταν ο Μανώλης, είχε έρθει και αυτός από την Μεσοράχη των Σερρών. Μιλήσαμε λίγο και του είπα τι είχα δει.
Κυνήγια επιτυχημένα της παρέας Κυνήγια επιτυχημένα της παρέας Είχε αρχίσει να σουρουπώνει όταν είδαμε φώτα από αυτοκίνητο, ήταν ο Ορφανίδης Από το Ορφάνι της Καβάλας που είχε έρθει και αυτός να κοιμηθεί στην καλύβα το βράδυ εκείνο. Χαιρετηθήκαμε, είπαμε και σε αυτόν τι είδα στο βουνό και ανάψαμε το λούξ γιατί είχε ήδη βραδιάσει. Ο αέρας και το κρύο είχαν κάνει ήδη την εμφάνιση τους. Η σόμπα είχε ανάψει στο φούλ και το τηγάνι με κρέας που είχε φέρει ο Μανώλης πήρε εμπρός. Φάγαμε την τηγανιά ήπιαμε και από 2-3 τσίπουρα και βάζοντας ξύλα στην σόμπα πέσαμε για ύπνο.
Ο αέρας όλο και δυνάμωνε. Ένα κουτάβι που είχαμε λιτό ο Καραμπάς από τον φόβο του άρχισε να γαβγίζει μόλις σβήσαμε το φώς. Ο δε Ορφανίδης κάνοντας συμπαράσταση φαίνετε στον Καραμπάς ζητούσε συνέχεια τον φακό του.
Το πρωί δεν άργησε να έρθει και η παρέα ένας- ένας άρχισαν να έρχονται. Πρώτος ήρθε ο μπάρμπας ένας κυνηγός που έχει τουφεκίσει άπειρα γουρούνια χωρίς να έχει σκοτώσει κανένα μέχρι τώρα που είναι 70 χρονών. Μέσα σε 20 λεπτά ήρθαν όλοι.
Παρουσία αρχηγού και υπαρχηγού είπα τι είδα την προηγουμένη ημέρα. Αφού με άκουσαν και μετά από διάλογο, ο αρχηγός έβγαλε το σχέδιο. Εγώ, ο υπαρχηγός και ο Κωστάκης θα κόβαμε το ίδιο μέρος που είχα κόψει εγώ χθές, και ο Τάσος θα έκοβε τον υπάρχοντα δρόμο από επάνω. Όλοι οι άλλοι θα περίμεναν στην καλύβα εκτός του Τάκου που θα ερχόταν να μας πάρει από την καστανιά του Μπάρμπα-Θόδωρου.
Η επιστροφή με το θήραμα Στα καρτέρια μετά το τέλος της παγάνας Ξεκινήσαμε. Στην λούτσα που υπάρχει δεν υπήρχε τίποτα από πατήματα, έτσι συνεχίσαμε. Πιο κάτω στις καστανιές ο βραδινός αέρας είχε σκεπάσει όλα τα χθεσινά σκαλίσματα σε σημείο να μην μπορέσω να το πιστέψω και εγώ που είχα περάσει από εκεί την προη- γούμενη ημέρα. Συνεχίσαμε μέχρι το ρέμα. Τίποτα και εκεί. Κανένα πάτημα. Έτσι αρχίσαμε να ανεβαίνουμε το ρέμα. Μόλις φτάσαμε εκεί από όπου έμπαιναν τα γουρούνια τους τα έδειξα. Συνεχίσαμε και στα 100 περίπου μέτρα από εκεί βλέπουμε τα χνάρια στο υγρό χώμα του ρέματος αλλά αυτή την φορά τα γουρούνια έβγαιναν από το πουρνάρι για του Κανάρη τις καστανιές.
Κάναμε με τον υπαρχηγό ένα γρήγορο σχέδιο και αποφασίσαμε αυτός να κόψει το αριστερό ρέμα του Κανάρη και ο Κωστάκης το δεξί ρέμα. Εγώ θα συνέχιζα την χθεσινή μου πορεία όπου και θα συναντούσα τον Τάκο. Πράγματι και έτσι έγινε. Αφού τον συνάντησα του είπα τι είχαμε δεί. Μπήκαμε στο αμάξι του και γυρίσαμε στην καλύβα όπου ήτανε μαζεμένοι όλοι οι άλλοι.
Όταν μπήκα μέσα όλοι με κοιτούσαν στο στόμα. Τους είπα τι είδα και περιμέναμε στο VHF να μας μιλήσει ο Γιάννης ο υπαρχηγός. Μετά από περίπου μισή ώρα τον ακούσαμε να μας καλεί. Δεν είδε τόσο αυτός όσο και ο Κωστάκης απολύτως τίποτα. Γρήγορα- γρήγορα μετά από εντολή του αρχηγού και μετά από το κάλεσμα τόσο του Γιάννη που ήταν μαζί με τον Κωστάκη όσο και του Τάσου που και αυτός δεν έβλεπε τίποτα μπήκαμε στα αυτοκίνητα και ξεκινήσαμε για την ράχη που βρίσκετε πάνω από του Κανάρη το βουνό. Εκεί θα μαζευόμασταν όλοι για να βγάλουμε το τελικό σχέδιο. Πράγματι μετά από λίγη ώρα ήμασταν όλοι εκεί, μαζί με τα σκυλιά.
Κυνήγια επιτυχημένα της παρέας Κυνήγια επιτυχημένα της παρέας
Επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Μέσα στο βουνό που περπατούσαμε είδαμε φρέσκα σκαλίσματα. Τα γουρούνια ήταν πράγματι μέσα στο βουνό που θα κυνηγούσαμε. Τα σκυλιά άρχισαν να γαβγίζουν στην αλυσίδα ακόμη. Ο αρχηγός άρχισε να βγάζει το σχέδιο. Μετρούσε τα καρτέρια.
Όλοι τον πρόσεχαν εκτός από εμένα που πείραζα τον μπάρμπα που έχουμε στην παρέα λέγοντας του να πάει να κάτσει καρτέρι κάτω στο ρέμα από εκεί που έμπαιναν τα γουρούνια μέσα στο βουνό. Πάνε ρε του είπα, πάνε γιατί θα βγούνε κάτω, πάνε να σκοτώσεις κανένα για να μην σε πειράζουν στην παρέα. Που να πάει όμως αυτός εκεί από τον φόβο του.
Το σχέδιο είχε βγει. Παγάνα θα πήγαινα εγώ και ο Φάνης. Στο καλό καρτέρι της καρυδιάς θα καθόταν ο υπαρχηγός, από εκεί που έμπαιναν τα γουρούνια θα καθόταν ο Μανώλης και στην φλαμουριά ο αρχηγός. Αυτοί οι τρεις ήτανε στα κάτω καρτέρια, όλοι οι υπόλοιποι κύκλωσαν το βουνό πιάνοντας τα καλύτερα καρτέρια εκτός από την πλευρά του βουνού που θα κάναμε παγάνα.
Περίμενα με τον Φάνη μία ώρα για να πιάσουν τα καρτέρια τους. Ο Φάνης θα ξεκινούσε από κάτω και εγώ από την ράχη του βουνού. Στο διάστημα αυτό της μιας ώρας ο Φάνης έκανε μαθήματα κυνηγετικά στον 15χρονο υιό του που τον είχε πάρει μαζί του εκείνη την ημέρα.
Η μία ώρα είχε ήδη περάσει, και φωνάζοντας τον Φάνη να λύσει τα δύο σκυλιά που κρατούσε έλυσα και εγώ τα άλλα πέντε που έχουμε.
Τα σκυλιά πήραν αμέσως τα πατήματα, άρχισαν να γαβγίζουν και έφυγαν κατευθείαν για τα γουρούνια. Γινόταν πραγματικός χαμός, όλα μαζί πήγαιναν πάνω στα γουρούνια. ’ρχισα την παγάνα φωνάζοντας και ρίχνοντας σφαίρες, προσέξτε παιδιά προσέξτε τους φώναζα στο VHF. Ο καλός μου φίλος όμως ο Φάνης ενώ φώναξε λίγο στην αρχή μετά σταμάτησε. Πουθενά ο Φάνης. Βρέ Φάνηηηηηηηηηη του έλεγα που εισαίίίίίίίίίίίί φώναξεεεεεεεεεεεεε τα σκυλιά είναι πάνω στα γουρούνιααααααααααα.
Τίποτα ο Φάνης. Και δεν φώναζε γιατί? Γιατί την προηγούμενη ημέρα ένας άλλος καλός μας φίλος από άλλη παρέα ο Δημητράκης του είχε πει να μην φωνάζει συνέχεια στην παγάνα αλλά κάπου – κάπου να βάζει μια φωνή για να μπερδέψει το θήραμα. Εγώ από την ράχη φώναζα – ούρλιαζα αλλά ο φίλος Φάνης πουθενά.
Κυνήγια επιτυχημένα της παρέας Τα γουρουνάκια 
Τα σκυλιά όμως είχαν βρει τα γουρούνια και τα είχαν σηκώσει από το γιατάκι τους, επτά σκυλιά κυνηγούσαν τα γουρούνια τα οποία είχαν σκορπίσει μέσα στα πουρνάρια.
Όλο το βουνό κουνιόταν από τις φωνές των σκύλων και της δικής μου όταν ξαφνικά άκουσα έντονη την φωνή του Φάνη, η γουρούνα καθώς την κυνηγούσαν τα σκυλιά γύρισε προς τα επάνω και πήγε να φύγει από την πλευρά του Φάνη καθώς αυτός δεν φώναζε, τότε ξαφνικά την είδε μέσα στα πουρνάρια αλλά δυστυχώς για εμάς ήταν αργά είχε προλάβει να τον περάσει και έτσι μας ξέφυγε.
Τα γουρουνάκια όμως σαν άπειρα και μετά από το πολύ κυνήγι των σκυλιών έφυγαν προς τα κάτω, από όπου και είχανε μπει στο βουνό, μια και ήξεραν αυτό το μέρος. Εκεί όμως τα καρτέρια ήταν πιασμένα από έμπειρους κυνηγούς όπως ο Γιάννης, ο υπαρχηγός και ο Ντίνος ο αρχηγός. Ένα γουρούνι είχε πάει στον πρώτο και το σκότωσε, και ένα στον δεύτερο το οποίο σκότωσε και αυτός.
Τελειώνοντας την παγάνα έφτασα πάνω από τον Ντίνο ο οποίος και με φώναξε, Έλα – έλα μου είπε, έλα να δεις . Πήγα εκεί τον φίλησα τον συνεχάρη και μου είπε τον τρόπο με τον οποίο έδρασε. Στο VHF ο Γιάννης μας είπε ότι και αυτός είχε πάρει ένα μικρό. Εκεί που τα λέγαμε με τον Ντίνο είδαμε να έρχεται από κάτω από το ρέμα ο Λάζαρος, ένας από τους καλύτερους κυνηγούς του Λιβαδερού ,ήτανε κατακόκκινος , δύο γουρουνάκια είχανε φύγει λίγα μέτρα πιο κάτω από αυτόν από ένα μέρος που ποτέ στα 18 χρόνια που κυνηγάμε στην περιοχή αυτή, δεν έχει περάσει γουρούνι από εκεί.
Μιλήσαμε λίγο, μας είπε και αυτός τα δικά του και παίρνοντας το γουρουνάκι φύγαμε για τον Γιάννη που ήταν προς τα πάνω. Εκεί ήταν και ο Μανώλης που είχε ήδη πάει. Συνεχάρη και τον Γιάννη και μας είπε και αυτός την δική του εμπειρία.
Στην καλύβα ετοιμάζοντας την τηγανιά 
Το γδάρσιμο και ο τεμαχισμός του κρέατος Σιγά – σιγά άρχισαν να έρχονται ένας- ένας όλοι η παρέα. Ο καθένας έλεγε τι είδε και έκανε. Πείραζα τον μπάρμπα που δεν είχε κάτσει καρτέρι εκεί για να τουφεκίσει, και τον Φάνη που πήγε να εφαρμόσει καινούργια μέθοδο παγάνας!!! Αφού βγήκαμε τις απαραίτητες φωτογραφίες πήραμε τα θηράματα και ανηφορίσαμε για τα αυτοκίνητα. Μετά από περίπου δύο ώρες είχαμε φτάσει την καλύβα μας όπου και και τα γδάραμε. Όλοι έκαναν και κάτι, εγώ τα συκώτια, ο Τάσος με τον Μανώλη και τον Αντώνη έγδερναν το ένα και ο Γιάννης με τον Λάζαρο τον Ορφανιδη και τον Τάκο το άλλο. Ο μπάρμπας έκανε αυτό που μόνο ξέρει να κάνει στο βουνό, άναψε την φωτιά. Ο κυρ- Θόδωρος καθάρισε μαζί με τον θείο Στάθη την καλύβα και ο Χάμπος τάισε τα σκυλιά. Ο δε Φάνης κοιτούσε την ηλικία των θηραμάτων από τα δόντια τους. Και ο αρχηγός όμως έκανε κάτι, επέβλεπε όλα αυτά.
Σε λίγο ήταν όλα έτοιμα, οι μερίδες μέσα στις σακούλες, τα ξύλα μας κομμένα, η φωτιά αναμμένη, η καλύβα καθαρή και το τραπέζι μας άρχισε σιγά-σιγά να στρώνετε.
Η μυρωδιά από τα συκώτια τους άλλους μεζέδες, ήταν αυτά, που επισφραγίζουν μια πετυχημένη ημέρα στο κυνήγι. Ο κάθε ένας μας έλεγε και την δική του εμπειρία, οι ιστορίες διαδέχονταν η μια την άλλη, και το τσίπουρο άφθονο. Ήτανε πραγματικά μια όμορφη ημέρα, μια ημέρα σαν τις πάρα πολλές που έχει η παρέα μου στο ενεργητικό της. Η ώρα όμως είχε περάσει και μετά από όλο αυτό το φαγοπότι ήρθε η ώρα του ύπνου. Εγώ, ο Μανώλης, ο Ορφανίδης και ο Γιάννης αποφασίσαμε να πάμε επίσκεψη σε μια άλλη κυνηγετική παρέα, την οποία αποτελούν καλά παιδιά, την παρέα του Στέλιου του σοβά και του Κυρ-Βασίλη του μπογιατζή, που βρίσκονται στην τοποθεσία Τζαμί, εκεί έχουν την καλύβα τους αυτοί.
Πράγματι παίρνοντας ένα κουτί σοκολατάκια που είχαμε, πήγαμε την επίσκεψη αυτή. Μόλις πήγαμε στην καλύβα τους γινότανε χαμός, είχανε σκοτώσει και αυτοί 2 μικρά γουρουνάκια και τρώγανε τα συκώτια. Μας υποδέχτηκαν με χαρά, μας κέρασαν και αρχίσαμε πάλι τις ιστορίες από παλιά κυνήγια αφού στην παρέα αυτή υπάρχουν άτομα σαν τον ’κη και τον Κυρ-Νίκο που κυνηγούσαμε παλαιότερα μαζί μερικές φορές, όταν βρισκόμασταν στον ίδιο κυνηγότοπο.
Μετά από αρκετή ώρα όμως έπρεπε να φύγουμε, καληνυχτίσαμε την παρέα τους και φύγαμε. Όταν φτάσαμε στην δική μας καλύβα επικρατούσε απόλυτη ησυχία, όλοι κοιμόντουσαν, και έτσι μη έχοντας να κάνουμε και εμείς τίποτα άλλο, πέσαμε για ύπνο έχοντας στο μυαλό μας την επόμενη ημέρα.
Κείμενο- φωτογραφίες
Γεωργίου Παμπουκτσίδη
Οδοντοτεχνίτη Δράμας
Πηγη:http://www.gpeppas.gr/trixota/agrioguruno/agrioxiros1.html

 ΚΥΝΗΓΙ-ΜΑΘΗΜΑ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΟΧΩΡΙ ΣΕΡΡΩΝ

 

Το λάθος στο καρτέρι και το πάθημα μ' έναν "μονιά"-θρύλο
Η ιστορία αυτή έχει γραφτεί από τον Δημήτρη Μιλτιάδη, και έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό ΚΥΝΗΓΟΣ & ΦΥΣΗ
Ο μαθητής αγνόησε τη συμβουλή του "γερόλυκου" αρχηγού της παρέας και ο κάπρος που είχε ξεκοιλιάσει πολλά γουρουνόσκυλα ξέφυγε λαβωμένος, για να βρεθεί ύστερα από λίγες μέρες από άλλους κυνηγούς.
Η κυνηγοπαρέα του κυρ-Γιάννη, γύρω στα δέκα άτομα, ένα Σάββατο του Νοέμβρη, βρισκόταν και πάλι επί ποδός. Θα πήγαιναν στο Κεφαλοχώρι, στις Σέρρες. ΄Ολοι τους ήταν σε αναμμένα κάρβουνα. Δεν μπορούσαν να το χωνέψουν εύκολα ότι ένας "μονιάς", τους έπαιζε όπως το ποντίκι με τη γάτα. Το καπρί, ήταν κάτι ξεχωριστό γι΄αυτούς. Πέρα από το γεγονός ότι ήταν ένα ζώο, πραγματικός μάστορας, αφού ξεγλιστρούσε σαν φάντασμα από τα καρτέρια, υπήρχε κι ένας ακόμη λόγος. Τους είχε ξεκοιλιάσει επτά σκυλιά. Τα καλύτερά τους. Και, αν και κανείς τους δεν το είχε πει ανοιχτά, όλοι τους, σαν να είχαν δώσει σιωπηλά όρκο, ήθελαν όσο τίποτε να τελειώνουν μια και καλή με αυτόν τον τετράποδο δαίμονα του δάσους, που τους είχε πάρει τον αέρα, με την αίσθηση του πολύπειρου και πολυμήχανου που του έδινε τη σιγουριά του νικητή.
Η ομάδα ήδη είχε ήδη βρεθεί στον κυνηγότοπο. Ο κυρ-Γιάννης, με τον Οδυσσέα και μερικούς άλλους φίλους τους είχαν ξεκινήσει από νωρίς από τη Θεσσαλονίκη. Τα υπόλοιπα μέλη είχαν πάει στο προκαθορισμένο ραντεβού από κοντινές περιοχές. ΄Ηταν ντόπιοι κυνηγοί. Εκείνοι είχαν ειδοποιήσει τον 70χρονο αρχηγό της παρέας, για τον τετραπέρατο "μονιά", που είχε ξαναεμφανιστεί.
"Την πληροφορία μας την είχε δώσει", ένας κτηνοτρόφος", θυμάται ο Οδυσσέας, που αφηγήθηκε την ιστορία στο "Κ+Φ", ο οποίος ήταν μοιραίο να έχει έναν αρνητικό πρωταγωνιστικό ρόλο σε κείνη τη μοναδική κυνηγετική εξόρμηση. "Αυτό το γουρούνι με "σημάδεψε". Η περιπέτεια μαζί του, στάθηκε για μένα κι ένα ξεχωριστό μάθημα", συνεχίζει και εξηγεί: "Για να καταλάβετε τι σήμαινε αυτό το καπρί για μας, πρέπει να σας πω μερικές λεπτομέρειες. ΄Ηταν ένα γουρούνι, που βρισκόταν στην περιοχή αυτή σχεδόν κάθε επτά με δέκα μέρες. ΄Εμενε μια νύχτα και έφευγε, για να ξανάρθει μετά από το χρονικό διάστημα που προανέφερα".
Γίγας με μικρά πέλματα
Η παρέα του κυρ-Γιάννη είχε αφιερώσει πολλές εξόδους για αυτόν το δύσκολο και ιδιότροπο αγριόχοιρο. "Τον είχαμε ψάξει πολλές φορές", εξηγεί ο Οδυσσέας, ένας από τους αγαπημένους μαθητές του, που και ο… δάσκαλος του είχε καταλάβει ότι κυριολεκτικά ρουφούσε ο,τιδήποτε έλεγε ο γερογουρουνοκυνηγός, γι αυτό το δύσκολο θήραμα. Πραγματικά ο νεαρός ήταν σκέτο σφουγγάρι, αφού μέσα σε λίγο διάστημα αφότου μπήκε στην ομάδα, ήταν ένας από τους καλύτερους ιχνηλάτες, αλλά και από εκείνους που ο αρχηγός εμπιστευόταν απόλυτα στα πιο δύσκολα καρτέρια.
"Το γουρούνι", συνεχίζει ο Οδυσσέας, "όσοι το είχαν δει επέμεναν ότι ήταν πολύ μεγαλόσωμο. Ωστόσο, εμείς, από τα ίχνη του, το υπολογίζαμε γύρω στα 80 κιλά, καθαρό. Τέλος πάντων, ήρθε η μέρα που θα λύναμε τις απορίες μας. Κλείσαμε την περιοχή και μπήκαν στην παγάνα, ο Ηρακλής, ο Λάμπος, ο Σταύρος και ο Παύλος. Ο καιρός ήταν σφιχτός. Το κρύο τσουχτερό και είχε αρχίσει να πέφτει ένα ψιλό χιονόνερο. Τα σκυλιά, που είχαμε μαζί μας, όσα είχαν απομείνει από τις μάχες με αυτό το αγριογούρουνο, δεν ήταν και πολύ σπουδαία. ΄Ετσι, μοιραία το βάρος έπεσε στους παγανιέρηδες. Κάποια στιγμή, τα παιδιά το ξέκοψαν. Το είχαν εντοπίσει σε μια πυκνούρα από γαύρο, πουρνάρια, ένα πολύ σφιχτό μέρος, που "φώλιαζε" ανάμεσα σε ένα αραίωμα πεύκων".
Τα σκυλιά έκαναν πίσω
Η αδρεναλίνη είχε ανέβει στα ύψη. Τα καρτέρια ήταν στο πόστο τους. Το πιο συναρπαστικό μέρος του κυνηγιού άρχιζε. "Οι παγανιέρηδες έλυσαν τα σκυλιά", μας ταξιδεύει νοερά στον κόσμο της δράσης ο Οδυσσέας. "Όμως, αυτά πήγαιναν προς το πυκνό, γαύγιζαν, αλλά γύριζαν πίσω. Το γουρούνι, ταμπουρωμένο και σίγουρο για τη δύναμή του, αφού είχε αντιμετωπίσει και πιο σκληρά γουρουνόσκυλα, δεν δυσκολευόταν τώρα με τους αρχάριους διώκτες του. Τα φοβέριζε εύκολα. Δύο παιδιά από την παρέα κατέβηκαν για να δώσουν θάρρος στα νεαρά σκυλιά. Άρχισαν να τουφεκάνε. Είχαν τελειώσει όλες τις σφαίρες με τα σκάγια και συνέχισαν με μονόβολα. Ο Ηρακλής και ο Λάμπος μπήκαν σχεδόν στα …τέσσερα, μέσα στο πυκνό για να ξετρυπώσουν το καπρί. Εμείς, στο μεταξύ, περιμέναμε με αγωνία στα καρτέρια. Το μέρος το είχαμε κυνηγήσει πολλές φορές και ο καθένας μας είχε το δικό του. Εκείνη την ημέρα, όμως, είχα ρωτήσει τον κυρ-Γιάννη αν συμφωνούσε να αλλάξω μέρος. Του είχα προτείνει να σταθώ πιο χαμηλά, γιατί εκτιμούσα πως τόσο βαρύ ζώο δύσκολα θα ανέβαινε ψηλά. Ο αρχηγός δεν είπε τίποτε. Μόνο θυμάμαι πως με κοίταξε με απορία. ΄Ετσι, εγώ πήγα και διάλεξα ένα σημείο, στο σβήσιμο μιας ρεματιάς. ΄Εκανα και μια πρόχειρη φυλάχτρα με κλαδιά και περίμενα. Το κρύο ήταν δυνατό, αλλά εκείνη την ώρα ποιος το λογάριαζε. Κρατούσα ακόμη και την ανάσα μου και τέντωνα τα αυτιά μου, καθώς η ρεματιά έκανε αντίλαλο και οι ήχοι που έφταναν σε αποπροσανατόλιζαν".
Οι δυο τριπλές τουφεκιές
Η ώρα περνούσε. Οι στιγμές φαινόντουσαν αιώνες. Τα γαυγίσματα έφταναν μέχρι τα καρτέρια, ανάμεικτα με τις φωνές και τους πυροβολισμούς των παγανιέρηδων, αλλά το γουρούνι δεν έλεγε να ξεμυτίσει. "Κάποτε, επιτέλους, ακούστηκαν δύο "τριάδες", συνεχίζει την αφήγησή του ο Οδυσσέας. "΄Ηταν το σύνθημα ότι το γουρούνι σηκώθηκε. Καταλάβαμε ότι το ζώο κατευθυνόταν προς τα καρτέρια. Οι φωνές πια ακουγόταν πολύ αχνά από το βάθος της ρεματιάς. Εκείνο είχε βγει και προχωρούσε σε αργό ρυθμό. Οι παγανιέρηδες το αντιλήφθηκαν και άρχισαν να το πυροβολούν με μονόβολα, από μακριά όμως. Αυτό αναγκάστηκε να τρέξει. Πίσω του και εκείνοι το ακολουθούσαν. Οι φωνές τους δυνάμωναν. Σε μια στιγμή άκουσα το ποδοβολητό του. Οι οπλές του χτυπούσαν δυνατά πάνω στο πετρώδες έδαφος. Το γουρούνι το είδα ξαφνικά. Πήγαινε γραμμή για το καρτέρι, που μου είχε υποδείξει ο κυρ-Γιάννης. Βλασφήμησα την ώρα που δεν τον άκουσα. ΄Ηθελα να ανοίξει η γη και να με καταπιεί. Κρατούσα ένα μονόβολο στο χέρι μου. Στη θαλάμη της καραμπίνας μου είχα τρία φυσίγγια με δράμια. Συνήθως τα γουρούνια, λίγο πριν βγουν από το πυκνό, κοντοστέκονται. Αφουγκράζονται για να σιγουρευτούν ότι δεν υπάρχει κίνδυνος και κατόπιν περνούν. Αυτό, όμως, βγήκε ολόκληρο πάνω στο δρόμο. Εκεί, σταμάτησε. Πρώτη φορά στη ζωή μου έβλεπα τέτοια συμπεριφορά. Μοναδικό ήταν ωστόσο και το ίδιο το γουρούνι. ΄Ηταν σκέτο θηρίο. Σχετικά μικρό σε μήκος, αλλά πολύ ψηλό. Δεν με είχε αντιληφτεί. Γονάτισα και περίμενα να αντιδράσει ο φίλος που υπολόγιζα ότι θα είχε πιάσει στο δικό μου καρτέρι. Με κομμένη την ανάσα ανέμενα να ακούσω τον πυροβολισμό. ΄Υστερα από δευτερόλεπτα που μου φάνηκαν ατελείωτα, κατάλαβα ότι είχε φύγει από εκεί και εκείνος. Με έλουσε κρύος ιδρώτας. ΄Ενιωσα διπλά άσχημα. Και είχαμε αφήσει αφύλαχτο το καρτέρι και δεν είχα μονόβολα στο όπλο μου. Η απόσταση ήταν γύρω στα 90 με 100 μέτρα. Αναγκάστηκα να πυροβολήσω με τα δραμιάρικα. ΄Όχι τόσο για να το κρατήσω,αλλά περισσότερο για να αντιληφτεί ο συνάδελφος ότι το γουρούνι είχε βγει στο καθαρό ή να το τραυματίσω και έτσι να το καθυστερήσω και να μπορέσουμε με τα αίματα να το ξεκόψουμε ευκολότερα. Σημάδεψα καλά. Φάνηκε ότι οι δυο τουφεκιές μου το βρήκαν. Όμως η απόσταση ήταν αρκετά μεγάλη. Το καπρί αντί να απομακρυνθεί πήρε κατηφορικά και βρέθηκε σε 40 μέτρα από μένα. Η τύχη, με ξαναπρόδωσε. Τρέχοντας στο ρέμα για να το προλάβω και ξαναγεμίζοντας την καραμπίνα μου, μπλέχτηκα σε κλαδιά από γαύρα και βάτα. Γλίστρησα και πέφτοντας το όπλο έφυγε από τα χέρια μου. Την ίδια ώρα το γουρούνι περνούσε στα 30 μέτρα. Άρπαξα το όπλο, αλλά μην μπορώντας να σταθεροποιηθώ, πυροβόλησα, πατώντας δυο φορές την σκανδάλη. Κατάλαβα όμως ότι και οι δυο βολές μου πήγαν στο …γάμο του καραγκιόζη".
Ματιά-μαχαιριά
Ο "μονιάς" είχε χαθεί όπως είχε εμφανιστεί. Σαν φάντασμα. Η παρέα συγκεντρώθηκε, αλλά ήταν πλέον αργά. "Μαζευτήκαμε όλοι. Είχε αρχίσει πια να σουρουπώνει. Δεν μπορούσαμε να ακολουθήσουμε τα ίχνη. Την άλλη μέρα το χιόνι είχε καλύψει τα πάντα. Το κυνήγι μας είχε λήξει άδοξα. Ξαναπήγαμε να το ψάξουμε την Τετάρτη, αλλά στο μέρος ήταν και άλλη παρέα. ΄Ενας από αυτούς, το είχε βρει καταχωνιασμένο σε κάτι πουρνάρια. ΄Ηταν πληγωμένο και ανήμπορο να αντιδράσει. Εκεί, το αποτελείωσε. Ο τυχερός ήταν κάποιος Χρήστος, από την περιοχή. Το καπρί καθαρό ζύγιζε 143 κιλά", λέει ο Οδυσσέας και στα λόγια του διακρίνεις τη στεναχώρια. ΄Όμως, πιο πολύ και από τη χαμένη ευκαιρία τον βασάνιζε το γεγονός ότι δεν είχε ακούσει το δάσκαλό του. "Τον πλησίασα και του ζήτησα συγγνώμη", καταλήγει. "Ο κυρ-Γιάννης δεν είπε τίποτε. Μονάχα με κοίταξε και κούνησε το κεφάλι του. Ήταν σαν να μου έλεγε: "Βιάζεσαι, έχεις ακόμη πολλά να μάθεις…".

 ΜΑΛΩΝΑΝΕ ΣΕ ΞΕΝΟΝ ΑΧΥΡΩΝΑ…

Ο κλέψας του κλέψαντος!
Η ιστορία αυτή έχει γραφτεί από τον Δημήτρη Μιλτιάδη, και έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό ΚΥΝΗΓΟΣ & ΦΥΣΗ
Ο μικρόκοσμος των κυνηγών είναι γεμάτος από πραγματικά απίστευτες ιστορίες. Πολλές απ΄αυτές βγάζουν αστείρευτο γέλιο. Αρκετές μάλιστα συναγωνίζονται σε ευθυμία ακόμη και τις φανταστικές περιπέτειες του ανεκδιήγητου βαρόνου Μυνχάουζεν.

Μια τέτοια περιπέτεια είναι και αυτή που ακολουθεί, που μέσα από την πλοκή της, μπορεί να φέρνει δάκρυα από τα γέλια, αλλά ταυτόχρονα, αφήνει και τα διδάγματά της. Είχε διαδραματιστεί στα βουνά του όρους Βόρρας. Πριν πολλά χρόνια, όταν το κυνήγι με τα χιόνια όχι μόνον δεν απαγορευόταν, αλλά αντίθετα θεωρείτο από τα καλύτερα. Μάλιστα, οι κάτοικοι των ακριτικών περιοχών της μεθοριακής γραμμής Ελλάδας-Σκοπίων, που στην πλειοψηφία τους ήταν κυνηγοί, περίμεναν πως και πώς να καλυφτούν τα δάση από τη "λευκή νεράιδα" για να βρεθούν στα κυνηγοτόπια για τα αγριογούρουνα. Τότε, βέβαια, δεν υπήρχαν αυτοκίνητα και τζιπ 4Χ4 και το κυνήγι γινόταν με αρκετό ποδαρόδρομο.

Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα! Στο μικρό χωριό, η κυνηγοπαρέα είχε βρεθεί, ως συνήθως στο καφενείο. Εκεί, γύρω από την ξυλόσομπα, που έτρωγε ολόκληρα κούτσουρα, αφού ήταν πατέντα του σιδερά της περιοχής, οι φίλοι συνωμοτικά είχαν σχεδιάσει όλη την αυριανή εξόρμηση, με κάθε λεπτομέρεια. Σε διπλανό τραπέζι, με την ίδια μυστικότητα, είχε καταστρώσει την στρατηγική της και η άλλη ομάδα. Οι μεν και οι δε, μπορεί να είχαν ακόμη και συγγενικές σχέσεις, αλλά πάνω στο κυνήγι τέτοια δεν χωρούσαν. Αντίθετα μάλιστα, δεν ήταν υπερβολή ότι μεταξύ τους είχε αναπτυχθεί και ένας ανταγωνισμός. Μία άτυπη κόντρα, σχετικά με το ποιοι θα ήταν πιο ψηλά στα μάτια των συγχωριανών τους ως προς τις κυνηγετικές τους επιτυχίες. Η λάμπα πετρελαίου στο καφενεδάκι χαμήλωσε και εκείνοι αφού αντάλλαξαν τις καληνύχτες τους, χωρίς να πουν οι μεν στους δε τίποτε για το κυνήγι της επομένης έφυγαν ο καθένας στο σπίτι του για να ετοιμαστούν.

Τα χαράματα τους βρήκαν όλους μαζί πάνω στο βουνό. Η μια παρέα είχε πιάσει τον κυνηγότοπο και έστειλε τον παγανιέρη της, τον Νίκο, για να κόψει πατήματα. Σε λίγο έφτασε και η άλλη. Ξαφνιάστηκαν που βρέθηκαν όλοι μαζί, αλλά συμφώνησαν να κυνηγήσουν παρέα, αφού μοίρασαν τον κυνηγότοπο. Θα τον "χτένιζαν" δίπλα-δίπλα και ό,τι χτυπούσαν στο τέλος θα το μοίρασαν. Και η δεύτερη ομάδα έστειλε το δικό της παγανιέρη, τον Γιάννη.

Ο Νίκος, κατηφορίζοντας με τα σκυλιά, κάποια στιγμή συνάντησε πατημασιές από ανθρώπους. Όμως, ξαφνικά, εκείνα σήκωσαν τα κεφάλια του και άρχισαν να τον τραβούν κυριολεκτικά. Του έδειχναν ότι κάτι είχαν μυριστεί. Τα ακολούθησε και εμβρόντητος βρέθηκε μπροστά σε ένα λοφάκι από χιόνι. Τα σκυλιά άρχισαν να σκάβουν. Τα βοήθησε και κείνος και σε λίγο το μυστήριο λύθηκε. Ήταν ένα σκοτωμένο καπρί και κάποιος το είχε θάψει μέσα στο χιόνι, κάνοντας ένα αυτοσχέδιο καταψύκτη. Κοίταξε τριγύρω, δεν είδε κανέναν και δεν έχασε καιρό. ΄Εδεσε τα σκυλιά. Το ξέθαψε, το έσυρε αρκετά μέτρα μακριά και το ξανασκέπασε με χιόνια. Έσπασε κι ένα κλαδί και έσβησε όλα τα ίχνη του που είχε αφήσει. Κατόπιν ξεκίνησε για την παγάνα. "Δεν χρειάζεται να πω τίποτε στους άλλους.Αυτό δεν το κυνηγήσαμε μαζί. Ήταν το τυχερό μου!", σκέφτηκε πονηρά και ξεκίνησε αμέσως για να κάνει την παγάνα…
…Δεν είχε περάσει πολλή ώρα που είχε φτάσει στο ίδιο σημείο και ο άλλος ο παγανιέρης, ο Γιάννης. Και κείνος έσερνε τα δικά του σκυλιά. Συνάντησε τα ίχνη του Νίκου και σκέφτηκε να κινήσει στην άλλη κατεύθυνση. Όμως, η τύχη το 'φερε να περάσει από το σημείο που ήταν θαμμένο το γουρούνι. Τα σκυλιά του τον οδήγησαν κι αυτόν με τον ίδιο τρόπο. Η αντίδρασή του δεν ήταν διαφορετικά από εκείνη του Νίκου. Κι αυτός έκανε το ίδιο. ΄Εσυρε το γουρούνι ακόμη πιο μακριά και το έκρυψε για τον εαυτόν του. Με την ίδια ινδιάνικη μέθοδο έσβησε και εκείνος τα ίχνη του και κίνησε για την παγάνα…

…Ο Νίκος, είχε τελειώσει, δεν βρήκε παρά μόνον πατήματα που απομακρύνονταν, τα οποία τα είχαν ακολουθήσει άλλοι κυνηγοί. Γύρισε και ενημέρωσε τους φίλους του. Το ίδιο έκανε και ο Γιάννης. Οι δύο ομάδες συμφώνησαν πως δεν είχαν τύχη και πήραν το δρόμο της επιστροφής. Κάποια στιγμή, όμως, είδαν ότι οι δύο παγανιέρηδες δεν τους ακολουθούσαν. Σκέφτηκαν πως η μανία τους να κόψουν πατήματα τους είχε παρασύρει και πως θα τους προλάβαιναν παρακάτω…

…Τι είχε γίνει; Ο Νίκος είχε ξεγλιστρήσει και έτρεξε να βρει το γουρούνι που είχε κρύψει. Όμως, φτάνοντας στο σημείο διαπίστωσε ότι δεν ήταν εκεί. Διέκρινε μόνον ότι κάποιος είχε χρησιμοποιήσει κλαδιά για να σβήσει κάτι πάνω στο χιόνι. Καλός ιχνηλάτης βρήκε το καπρί, θαμμένο αλλού. Το ξεσκέπασε και ετοιμαζόταν να το τεμαχίσει για να το φορτωθεί. Τότε, έφτασε και ο Γιάννης. "Τι κάνεις εκεί;", αγρίεψε, εκείνος. "παίρνεις το γουρούνι μου;". "Ποιο γουρούνι σου, ρε! Δικό μου ήταν και μου το έκλεψες…", απάντησε ο Νίκος. Και οι δυο ήταν έτοιμοι να πιαστούν στα χέρια. Θύμισαν την παροιμία με τους…Μένιους που μάλωναν σε ξένον αχυρώνα. Κάποια στιγμή, συμφώνησαν να το μοιραστούν. Αλλά φαίνεται πως λογάριαζαν χωρίς τον ξενοδόχο. Δεν πρόλαβαν να υλοποιήσουν τη συμφωνία τους και τους πρόλαβαν οι κυνηγοί που είχαν χτυπήσει το γουρούνι. Κουβαλούσαν και άλλα δύο και επέστρεφαν να πάρουν το τρίτο. Ήταν γνωστοί τους, από γειτονικό χωριό. "Τι κάνετε εκεί ρε! Αφήστε το γουρούνι μας!", τους είπαν κι αυτοί δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε. Πήραν το δρόμο, με σκυμμένα τα κεφάλια και προχωρούσαν αμίλητοι. Κάποια στιγμή ο Νίκος στράφηκε στο Γιάννη και του είπε: "Καλά να πάθουμε! Σκεφτήκαμε με πονηριά και οι δύο. Ο κλέψας του κλέψαντος που λένε…". "Έχεις δίκιο! Ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη, αλλά αγαπάει και τον νοικοκύρη…", του αποκρίθηκε ο Γιάννης και κείνος με παροιμία. "Να μην το μάθουν στις παρέες μας τουλάχιστον", μονολογούσαν και
οι δύο, αλλά βέβαια ο κόσμος είναι μικρός και δεν άργησε η ιστορία να διαδοθεί, από τους κυνηγούς, οι οποίοι είχαν πραγματικά μοχθήσει για να χτυπήσουν το καπρί.

 


- See more at: http://www.helperblogger.com/2012/06/jquery-facebook-like-box-popup-with.html#sthash.O3weQoYS.dpuf